ολογράμματος

ολογράμματος
ὁλογράμματος, -ον (Α)
1. ολόγραφος, γραμμένος με όλα τα γράμματα του, χωρίς σύντμηση ή περικοπή γραμμάτων
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ὁλογράμματος
τίτλος έργου τού Μενεκράτους.
επίρρ...
ὁλογραμμάτως (Α)
ολογράφως, χωρίς σύντμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* γράμμα, -ατoς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁλογράμματος — with all its letters masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλογραμμάτως — ὁλογράμματος with all its letters adverbial ὁλογράμματος with all its letters masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλογραμμάτους — ὁλογράμματος with all its letters masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλογράμματα — ὁλογράμματος with all its letters neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”